- Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ
- (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα ακόμα από τα έργα του φέρουν σαφή τη σφραγίδα της αυστηρής ανατροφής του με έντονη την αίσθηση της αμαρτίας, που δεν εμφανίζεται ποτέ σαν ερεθιστικό στοιχείο, αλλά σκιάζει με τη μελαγχολία της απογοήτευσης ακόμα και τις τρυφερότερες ερωτικές σκηνές.
Μένει άγνωστη φυσικά στο μεγάλο κοινό η δημιουργική εργασία του στο Δημοτικό θέατρο του Μάλμε, στο οποίο σκηνοθετούσε τον χειμώνα, ενώ περνούσε τα καλοκαίρια του στο ιδιόκτητο νησί του, γυρίζοντας ταινίες στις οποίες είναι συχνά φανερή η επιρροή του Σαίξπηρ και του Στρίντμπεργκ, έργα τα οποία ανέβαζε συχνά στο θέατρο, μαζί με δικές του κωμωδίες ή «μύθους περί ηθικής» όπως τις ονόμαζε.
Η διεθνής φήμη του Μ. οφείλεται επομένως περισσότερο στον κινηματογράφο, στον οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα ως σεναριογράφος και συνέχισε ως απόλυτος δημιουργός των ταινιών του. Από την πλούσια και πάντα εκλεκτή παραγωγή του, ξεχωρίζουν οι ταινίες: Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας (1955), Η έβδομη σφραγίδα (1956), Οι άγριες φράουλες (1957), Στο κατώφλι της ζωής (1958), Το πρόσωπο (1958), Η πηγή των παρθένων (1959), Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (1961) κ.ά. Όλες είναι διεθνώς γνωστές και τιμημένες με πάμπολλα βραβεία και διακρίσεις. Συχνά άσχετες μεταξύ τους, τοποθετημένες πότε στον Μεσαίωνα και πότε στη σύγχρονη Σουηδία, οι ταινίες του Μ. μαρτυρούν την επίδραση της φιλοσοφίας του Κίρκεγκορντ, αλλά και τη συνεχή ενασχόληση του δημιουργού τους με τον Θεό και τον Διάβολο, με τον έρωτα και, κυρίως, τη μοναξιά, θέματα που εκφράζει με όλο και λιτότερα μέσα. Μόνο τα τελευταία χρόνια ο Μ. ασχολήθηκε με τα διεθνή προβλήματα της εποχής μας και ύστερα από ταινίες όπως το Χειμωνιάτικο φως (1962) και τη Σιωπή (1964), στις οποίες ακόμα και ο διάλογος έχει περιοριστεί στα απαραίτητα, ή το Για να μη μιλήσουμε για όλες εκείνες τις κυρίες (1964) με το οποίο επιστρέφει σε μια σάτιρα, εδώ έντονα αυτοβιογραφική, φτάνει στο Περσόνα (1965), όπου καταγγέλλει την ανικανότητα της τέχνης να σταματήσει το κακό στον κόσμο, και στο Ντροπή (1968), όπου τοποθετεί τους ήρωές του σ’ ένα φανταστικό πόλεμο και τους δείχνει να χάνουν κάθε αξιοπρέπεια και, παράλληλα με τη μεγάλη «ντροπή» της ανθρωπότητας - όπως βλέπει τον πόλεμο - αναλύει τη ντροπή των ανθρώπων, που ο φόβος τους κάνει να φανερωθούν όπως ούτε οι ίδιοι - στις χειρότερες στιγμές αυτοκριτικής τους - θα μπορούσαν να διανοηθούν ότι είναι.
Στα τελευταία χρόνια, ο Μ. γύρισε μία ταινία για την τηλεόραση με τίτλο Η ιεροτελεστία και δύο μεγάλες έγχρωμες παραγωγές: Το πάθος και το Η επαφή (για πρώτη φορά σε συμπαραγωγή με τον αμερικανικό κινηματογράφο) στις οποίες, όπως πάντα, χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς που ο ίδιος έχει εκπαιδεύσει και με τους οποίους συνεργάζεται στο Δημοτικό θέατρο του Μάλμε. Τελευταία μεγάλη ταινία του Μ. ήταν το Φάνι και Αλέξανδρος (1983), με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Ίνγκραντ Μπέργκμαν: μία εικόνα από την ταινία «Αγριοφράουλες» που είχε γυρίσει το 1957.
Dictionary of Greek. 2013.